- κλυσμος
- κλυσμόςὁ Diod. = κλύσμα См. κλυσμα 1
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κλυσμός — κλυσμός, ὁ (AM) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της … Dictionary of Greek
κλυσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖς — κλυσμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖσι — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖσιν — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοί — κλυσμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῦ — κλυσμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμούς — κλυσμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμῶν — κλυσμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμῷ — κλυσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμόν — κλυσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)